ὑπερέχοντες

ὑπερέχοντες
ὑπερέχω
hold over
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περισσάρις — ο, Ν (στον Ερωτόκρ.) (ιδίως στον πληθ.) οι περισσάροι αυτοί που έχουν πολλά προτερήματα, περίσσιες χάρες, οι υπερέχοντες, οι προέχοντες, οι εξέχοντες («μα σαν οπού πολλές φορές αυτοίν οι περισσάροι κομπώνουνται και πιάνουνται στο δίχτυ σαν το… …   Dictionary of Greek

  • υπερέχω — ὑπερέχω ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπειρέχω Α είμαι ανώτερος ή υψηλότερος, υπερτερώ (α. «υπερέχει σε εργατικότητα» β. «ὦ βροτῶν πάντων ὑπερεχὼν ὄλβου εὐτυχεῑ πότμῳ», Αισχύλ.) αρχ. 1. κρατώ κάτι ψηλά 2. στρ. κυκλώνω 3. περνώ πάνω από έναν τόπο 4. μπορώ να… …   Dictionary of Greek

  • χτένι — το / κτένιον, ΝΜΑ, και κτένι Ν, και κτένιν Μ εργαλείο που φέρει στη μία, ιδίως, πλευρά, πυκνές οδοντωτές προεξοχές για τον χωρισμό και την τακτοποίηση τών μαλλιών, η τσατσάρα νεοελλ. 1. εξάρτημα τού αργαλειού, που διαχωρίζει τις κλωστές τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”